- πινυτότης
- πῐνῠτό-της, ητος, ἡ,A = πινυτή, Eust.681.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πινυτότης — ότητος, ἡ, Μ [πινυτός] η ιδιότητα τού πινυτού, πινυτή* … Dictionary of Greek
πινυτότητος — πινυτότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)